- ορίζω
- (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)]1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.)2. διατυπώνω τον ορισμό έννοιας3. διατάζω, προστάζω4. καθορίζω, προσδιορίζω («ἡ Δίκη... ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους», Σοφ.)νεοελλ.1. έχω κάτω από τον έλεγχό μου ή έχω κάτω από την εξουσία μου, διοικώ ή εξουσιάζω κάποιον ή κάτι («και ποιος τά ορίζει τα χωριά και ποιος τά κουμαντάρει», δημ. τραγούδι)2. τοποθετώ κάποιον σε θέση ή αξίωμα, διορίζω («ο δάσκαλος όρισε τους επιμελητές τής τάξης γι' αυτήν την εβδομάδα»)3. (η προστ.) ορίστεα) (ως δεικτ. μόριο) να, πάρε («ορίστε το βιβλίο που μού ζήτησες»)β) (ως επιφών. για έκφραση δυσαρέσκειας) ιδού («ορίστε κατάσταση!»)γ) (ως ερωτ. μόριο) πώς, τί («ορίστε; πώς τό είπατε;»)δ) (ως απάντηση σε ονομαστική κλήση) στις προσταγές σας, στις διαταγές σας4. (η μτχ. πληθ. τού αρσ., θηλ. και ουδ. τού παθ. παρακμ. ως επίθ.) ορισμένοι, -ες, -αμερικοί, κάποιοι («υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που πρέπει να λυθούν»)5. (το θηλ. τής μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η ορίζουσαμαθημ. μαθηματική παράσταση που χρησιμοποιείται ιδίως για τη λύση συστημάτων γραμμικών εξισώσεων6. φρ. α) «καλώς όρισες» και «καλώς ορίσατε» — καλώς ήλθες, καλώς ήλθατεβ) «καλώς να ορίσει» — είναι ευπρόσδεκτοςγ) «ορίστε από 'δω» ή «ορίστε μέσα» — περάστε από 'δω, περάστε μέσαδ) «ορίστε μας!»(ως έκφραση δυσαρέσκειας ή ως κατάληξη επίπληξης, απαγόρευσης ή εντολής) ακούς εκεί, πρόσεχε, δεν θέλω αντίρρησηε) «όρισα τον σκύλο μου κι ο σκύλος την ουρά του» — λέγεται για όσους δεν εκτελούν μια εντολή ή ένα χρέος που τούς ανατέθηκε και τά αναθέτουν σε άλλουςστ) «ορίστε, περάστε, καθίστε» — παρακαλώ περάστε, καθίστεμσν.-αρχ.χειροτονώαρχ.1. διαχωρίζω, αποχωρίζω2. στέλνω μακριά, απομακρύνω («χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν», Ευρ.)3. διέρχομαι μέσα από κάτι, διαπερνώ κάτι4. συνορεύω, γειτνιάζω («πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίαν οὐρίζει», Ηρόδ.)5. καθορίζω την ποινή («καὶ θάνατον μὲν ὡρικέναι τὴν ζημίαν», Δημοσθ.)6. μέσ. ὁρίζομαια) λαμβάνω υπό την κατοχή μου, καταλαμβάνωβ) έχω υπό τη διαχείρισή μου, καρπώνομαι κάτι («μέρος τῆς οὐσίας ἑαυτῷ ὁρίζεσθαι», Λυσ.)γ) (ως δικανικός όρος) υποθηκεύωδ) ιδρύω, στήνω («ἔνθ' ὁρίζεται βωμούς... Διΐ», Σοφ.)7. φρ. α) «ὁρίζω τινὰ ἀπό» — αναγκάζω κάποιον να απομακρυνθεί, εξορίζωβ) «ὁρίζω θεόν» — θεοποιώγ) «ὁρίζω τι εἴς τι»(με μτφ. σημ.) περιορίζω κάτι σύμφωνα με κάτι άλλο8. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ὁρίζωνβλ. ορίζοντας.
Dictionary of Greek. 2013.